ανατομικός

ανατομικός
-ή, -ό, θηλ. και -ός (Α ἀνατομικός, -όν) [ανατομή]
εκείνος που ανήκει ή αναφέρεται στην ανατομία
νεοελλ.
1. (για πράγμ.) κατασκευασμένος κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες υγιεινής τού οργανισμού («ανατομικά υποδήματα»)
2. το θηλ. ως ουσ. η ανατομική
(ενν. επιστήμη) (βιολ.-ιατρ.) κλάδος τής βιολογίας και τής ιατρικής που μελετά με ανατομές την κατασκευή τών έμβιων οργανισμών και ειδικότερα τού ανθρώπου
3. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η ανατομικός
επιστήμων που μελετά και διδάσκει ανατομία
4. φρ. α) «ανατομικά εκμαγεία» — εκμαγεία τμημάτων τού ανθρώπινου σώματος που χρησιμεύουν για σπουδές
β) «ανατομικές αναλογίες» — αναλογίες κανονικού σώματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀνατομικός — relating to anatomy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανατομικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην ανατομία: Μερικά ανατομικά χαρακτηριστικά είναι κοινά στον άνθρωπο και στα λεγόμενα ανθρωποειδή. 2. το αρσ. ως ουσ., ο ανατομικός αυτός που ειδικά ασχολείται με την ανατομία, ο ανατόμος. 3. το θηλ., η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνατομικά — ἀνατομικός relating to anatomy neut nom/voc/acc pl ἀνατομικά̱ , ἀνατομικός relating to anatomy fem nom/voc/acc dual ἀνατομικά̱ , ἀνατομικός relating to anatomy fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατομικωτάτων — ἀνατομικός relating to anatomy fem gen superl pl ἀνατομικός relating to anatomy masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατομικῶν — ἀνατομικός relating to anatomy fem gen pl ἀνατομικός relating to anatomy masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατομικόν — ἀνατομικός relating to anatomy masc acc sg ἀνατομικός relating to anatomy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρθρωση — Ανατομικός σχηματισμός με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους διαφορετικά οστά. Η ά. στην οποία τα διάφορα οστά συνδέονται μεταξύ τους με την παρεμβολή ινοχόνδρινου ιστού ονομάζεται συνάρθρωση. Στις συναρθρώσεις δεν υπάρχει κενό μεταξύ των οστών που …   Dictionary of Greek

  • ἀνατομικαῖς — ἀνατομικός relating to anatomy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατομικαί — ἀνατομικός relating to anatomy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατομικοῖς — ἀνατομικός relating to anatomy masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”